ἐπαχθῶν

ἐπαχθῶν
ἐπαχθέω
load
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ἐπαχθής
heavy
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουφιστικός — κουφιστικός, ή, όν (Α) [κουφίζω (II)] αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.) …   Dictionary of Greek

  • οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”